λιπομάρτυρας

λιπομάρτυρας
και λιπομάρτυς, ο
μάρτυρας που κλητεύθηκε στο δικαστήριο και δεν παρουσιάστηκε κατά τη διεξαγωγή τής δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + μάρτυς, -τυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπομάρτυρας — ο ο μάρτυρας που κλήθηκε στο δικαστήριο αλλά δεν παρουσιάστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπομαρτυρία — η [λιπομάρτυρας] η μη προσέλευση στο δικαστήριο ή στις ανακριτικές αρχές τού μάρτυρα ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”